δεοντολογικός

δεοντολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία: Η επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να διακατέχεται από απαράβατους δεοντολογικούς κανόνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεοντολογικός — ή, ό Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία II. επίρρ. δεοντολογικώς σύμφωνα με τα διδάγματα τής δεοντολογίας ή από δεοντολογική άποψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”